- ψοφάω
- ψοφάω (σπάν. ψοφώ), ψόφησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψοφάω — Ν βλ. ψοφώ (II) … Dictionary of Greek
ψοφάω — βλ. ψοφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
δεσποτίνα — η (σκωπτικά) η γυναίκα τού δεσπότη («να με λένε δεσποτίνα κι ας ψοφάω από την πείνα») … Dictionary of Greek
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek
ψοφώ — και ψοφάω ψόφησα 1. σχετικά με ζώα, πεθαίνω. 2. σχετικά με ανθρώπους, πεθαίνω σαν ζώο: Ψόφησε ο παλιοτοκογλύφος. 3. κατέχομαι από μεγάλη εξάντληση: Ψοφάει από το κρύο. 4. επιθυμώ πολύ κάτι: Αυτός ψοφάει για χορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)